Translation meaning & definition of the word "centrifuge" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κεντρικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Centrifuge
[Φυγοκεντρητήσ]/sɛntrəfjuʤ/
noun
1. An apparatus that uses centrifugal force to separate particles from a suspension
- synonym:
- centrifuge ,
- extractor ,
- separator
1. Μια συσκευή που χρησιμοποιεί τη φυγοκεντρική δύναμη για να χωρίσει τα σωματίδια από ένα εναιώρημα
- συνώνυμο:
- φυγοκέντρηση ,
- απορροφητήρασ ,
- διαχωριστήσ
verb
1. Rotate at very high speed in order to separate the liquids from the solids
- synonym:
- centrifuge ,
- centrifugate
1. Περιστρέψτε με πολύ υψηλή ταχύτητα για να διαχωρίσετε τα υγρά από τα στερεά
- συνώνυμο:
- φυγοκέντρηση