Translation meaning & definition of the word "centrifugal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κεντροφυγοκεντρική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Centrifugal
[Φυγοκεντρικόσ]/sɛntrɪfjugəl/
adjective
1. Tending to move away from a center
- "Centrifugal force"
- synonym:
- centrifugal
1. Τείνουν να απομακρυνθούν από ένα κέντρο
- "Φυγοκεντρική δύναμη"
- συνώνυμο:
- φυγοκεντρικόσ
2. Tending away from centralization, as of authority
- "The division of europe into warring blocs produces ever-increasing centrifugal stress"
- synonym:
- centrifugal
2. Απομακρύνοντας από τη συγκέντρωση, ως εξουσία
- "Η διαίρεση της ευρώπης σε αντιμαχόμενα μπλοκ παράγει ολοένα και αυξανόμενο φυγοκεντρικό στρες"
- συνώνυμο:
- φυγοκεντρικόσ
3. Conveying information to the muscles from the cns
- "Motor nerves"
- synonym:
- centrifugal ,
- motor(a)
3. Μεταφορά πληροφοριών στους μυς από το κνς
- "Κινητικά νεύρα"
- συνώνυμο:
- φυγοκεντρικόσ ,
- μοτοσικϊ(