Translation meaning & definition of the word "centrality" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κεντρικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Centrality
[Κεντρικότητα]/sɛntælɪti/
noun
1. The property of being central
- synonym:
- centrality
1. Η ιδιότητα του να είσαι κεντρικός
- συνώνυμο:
- κεντρικότητα
Examples of using
Their mistake was thinking of themselves as centrality. Humanity is not the centre of the universe. The Earth is not the centre of the universe.
Το λάθος τους ήταν να θεωρούν τον εαυτό τους ως κεντρικότητα. Η ανθρωπότητα δεν είναι το κέντρο του σύμπαντος. Η Γη δεν είναι το κέντρο του σύμπαντος.