Translation meaning & definition of the word "centering" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συγκέντρωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Centering
[Κέντρο]/sɛntərɪŋ/
noun
1. The concentration of attention or energy on something
- "The focus of activity shifted to molecular biology"
- "He had no direction in his life"
- synonym:
- focus ,
- focusing ,
- focussing ,
- focal point ,
- direction ,
- centering
1. Η συγκέντρωση της προσοχής ή της ενέργειας σε κάτι
- "Το επίκεντρο της δραστηριότητας μετατοπίστηκε στη μοριακή βιολογία"
- "Δεν είχε καμία κατεύθυνση στη ζωή του"
- συνώνυμο:
- εστιάζω ,
- εστίαση ,
- εστιακό σημείο ,
- κατεύθυνση ,
- επικεντρώνοντασ
2. (american football) putting the ball in play by passing it (between the legs) to a back
- "The quarterback fumbled the snap"
- synonym:
- centering ,
- snap
2. ( αμερικανικό ποδόσφαιρο) βάζει την μπάλα στο παιχνίδι περνώντας την (ανάμεσα στα πόδια) σε μια πλάτη
- "Το τέταρτο της πλάτης κατέλαβε το σπάσιμο"
- συνώνυμο:
- επικεντρώνοντασ ,
- αποτυγχάνω