Translation meaning & definition of the word "celt" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απάτη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Celt
[Έλκηθρο]/sɛlt/
noun
1. A member of a european people who once occupied britain and spain and gaul prior to roman times
- synonym:
- Celt ,
- Kelt
1. Μέλος ενός ευρωπαϊκού λαού που κάποτε κατέλαβε τη βρετανία, την ισπανία και τη γαλατία πριν από τη ρωμαϊκή εποχή
- συνώνυμο:
- Έλκηθρο ,
- Κέλτη