Translation meaning & definition of the word "cellulose" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κυτταρίνη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cellulose
[Κυτταρίνη]/sɛljəloʊs/
noun
1. A polysaccharide that is the chief constituent of all plant tissues and fibers
- synonym:
- cellulose
1. Ένας πολυσακχαρίτης που είναι το κύριο συστατικό όλων των φυτικών ιστών και ινών
- συνώνυμο:
- κυτταρίνη