Translation meaning & definition of the word "cellophane" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κυτταροφάνιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cellophane
[Σελοφάνη]/sɛləfen/
noun
1. A transparent paperlike product that is impervious to moisture and used to wrap candy or cigarettes etc.
- synonym:
- cellophane
1. Ένα διαφανές χάρτινο προϊόν που είναι αδιαπέραστο από την υγρασία και χρησιμοποιείται για να τυλίξει καραμέλα ή τσιγάρα κ.λπ.
- συνώνυμο:
- σελοφάν