Translation meaning & definition of the word "cellar" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κελάρι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cellar
[Κελάρι]/sɛlər/
noun
1. The lowermost portion of a structure partly or wholly below ground level
- Often used for storage
- synonym:
- basement ,
- cellar
1. Το χαμηλότερο τμήμα μιας δομής εν μέρει ή εξ ολοκλήρου κάτω από το επίπεδο εδάφους
- Συχνά χρησιμοποιείται για αποθήκευση
- συνώνυμο:
- υπόγειο ,
- κελάρι
2. An excavation where root vegetables are stored
- synonym:
- root cellar ,
- cellar
2. Μια ανασκαφή όπου αποθηκεύονται τα λαχανικά ρίζας
- συνώνυμο:
- κελάρι ρίζας ,
- κελάρι
3. Storage space where wines are stored
- synonym:
- cellar ,
- wine cellar
3. Αποθηκευτικός χώρος όπου αποθηκεύονται τα κρασιά
- συνώνυμο:
- κελάρι ,
- κελάρι κρασιού