Translation meaning & definition of the word "cell" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κύτταρο" στην ελληνική γλώσσα
Cell
[Κελί]noun
1. Any small compartment
- "The cells of a honeycomb"
- synonym:
- cell
1. Οποιοδήποτε μικρό διαμέρισμα
- "Τα κύτταρα μιας κηρήθρας"
- συνώνυμο:
- κύτταρο
2. (biology) the basic structural and functional unit of all organisms
- They may exist as independent units of life (as in monads) or may form colonies or tissues as in higher plants and animals
- synonym:
- cell
2. (βιολογία) η βασική δομική και λειτουργική μονάδα όλων των οργανισμών
- Μπορεί να υπάρχουν ως ανεξάρτητες μονάδες ζωής (α σε μοναδι) ή μπορεί να σχηματίσουν αποικίες ή ιστούς όπως σε ανώτερα φυτά και ζώα
- συνώνυμο:
- κύτταρο
3. A device that delivers an electric current as the result of a chemical reaction
- synonym:
- cell ,
- electric cell
3. Μια συσκευή που παρέχει ένα ηλεκτρικό ρεύμα ως αποτέλεσμα μιας χημικής αντίδρασης
- συνώνυμο:
- κύτταρο ,
- ηλεκτρικό κύτταρο
4. A small unit serving as part of or as the nucleus of a larger political movement
- synonym:
- cell ,
- cadre
4. Μια μικρή μονάδα που λειτουργεί ως μέρος ή ως πυρήνας ενός μεγαλύτερου πολιτικού κινήματος
- συνώνυμο:
- κύτταρο ,
- κάντρο
5. A hand-held mobile radiotelephone for use in an area divided into small sections, each with its own short-range transmitter/receiver
- synonym:
- cellular telephone ,
- cellular phone ,
- cellphone ,
- cell ,
- mobile phone
5. Ένα φορητό κινητό ραδιοτηλέφωνο για χρήση σε μια περιοχή χωρισμένη σε μικρά τμήματα, το καθένα με το δικό του πομπό/πομπό μικρής εμβέλειας
- συνώνυμο:
- κινητό τηλέφωνο ,
- κύτταρο
6. Small room in which a monk or nun lives
- synonym:
- cell ,
- cubicle
6. Μικρό δωμάτιο στο οποίο ζει ένας μοναχός ή καλόγρια
- συνώνυμο:
- κύτταρο ,
- καμπίνα
7. A room where a prisoner is kept
- synonym:
- cell ,
- jail cell ,
- prison cell
7. Ένα δωμάτιο όπου κρατείται ένας κρατούμενος
- συνώνυμο:
- κύτταρο ,
- κελί φυλακής