Translation meaning & definition of the word "celibacy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "πραγματικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Celibacy
[Σελίμπι]/sɛləbəsi/
noun
1. An unmarried status
- synonym:
- celibacy
1. Ανύπαντρη κατάσταση
- συνώνυμο:
- αγαμία
2. Abstaining from sexual relations (as because of religious vows)
- synonym:
- chastity ,
- celibacy ,
- sexual abstention
2. Αποχή από τις σεξουαλικές σχέσεις (ας λόγω θρησκευτικών βο)
- συνώνυμο:
- αγνότητα ,
- αγαμία ,
- σεξουαλική αποχή