Translation meaning & definition of the word "celebrity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διασημότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Celebrity
[Διασημότητα]/səlɛbrɪti/
noun
1. A widely known person
- "He was a baseball celebrity"
- synonym:
- celebrity ,
- famous person
1. Ένα ευρέως γνωστό άτομο
- "Ήταν μια διασημότητα του μπέιζμπολ"
- συνώνυμο:
- διασημότητα ,
- διάσημος άνθρωπος
2. The state or quality of being widely honored and acclaimed
- synonym:
- fame ,
- celebrity ,
- renown
2. Η κατάσταση ή η ποιότητα της ευρείας τιμής και αναγνώρισης
- συνώνυμο:
- φήμη ,
- διασημότητα ,
- φημίζομαι