Translation meaning & definition of the word "celebratory" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δημοσιογραφικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Celebratory
[Εορταστικόσ]/səlɛbrətɔri/
adjective
1. Used for celebrating
- synonym:
- celebratory
1. Χρησιμοποιείται για εορτασμό
- συνώνυμο:
- εορταστικόσ