Translation meaning & definition of the word "cede" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μετάβαση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cede
[Παραχωρώ]/sid/
verb
1. Give over
- Surrender or relinquish to the physical control of another
- synonym:
- concede ,
- yield ,
- cede ,
- grant
1. Παραδίδω
- Παραδοθείτε ή παραιτηθείτε από τον φυσικό έλεγχο ενός άλλου
- συνώνυμο:
- παραδέχομαι ,
- απόδοση ,
- παραχωρώ ,
- επιχορήγηση
2. Relinquish possession or control over
- "The squatters had to surrender the building after the police moved in"
- synonym:
- surrender ,
- cede ,
- deliver ,
- give up
2. Παραιτηθείτε από την κατοχή ή τον έλεγχο
- "Οι καταληψίες έπρεπε να παραδώσουν το κτίριο μετά την είσοδο της αστυνομίας"
- συνώνυμο:
- παραδίδω ,
- παραχωρώ ,
- εγκαταλείπω