Translation meaning & definition of the word "cedar" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "κέδρος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cedar
[Κέδρος]/sidər/
noun
1. Any of numerous trees of the family cupressaceae that resemble cedars
- synonym:
- cedar ,
- cedar tree
1. Οποιοδήποτε από τα πολυάριθμα δέντρα της οικογένειας που μοιάζουν με κέδρους
- συνώνυμο:
- κέδρος ,
- κέδρος δέντρο
2. Durable aromatic wood of any of numerous cedar trees
- Especially wood of the red cedar often used for cedar chests
- synonym:
- cedar ,
- cedarwood
2. Ανθεκτικό αρωματικό ξύλο οποιουδήποτε από τα πολυάριθμα δέντρα κέδρου
- Ειδικά το ξύλο του κόκκινου κέδρου που χρησιμοποιείται συχνά για στήθη κέδρου
- συνώνυμο:
- κέδρος
3. Any cedar of the genus cedrus
- synonym:
- cedar ,
- cedar tree ,
- true cedar
3. Οποιοσδήποτε κέδρος του γένους κέδρος
- συνώνυμο:
- κέδρος ,
- κέδρος δέντρο ,
- αληθινός κέδρος