Translation meaning & definition of the word "ceaselessly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανεκτίμητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ceaselessly
[Αδιάκοπα]/sizləsli/
adverb
1. With unflagging resolve
- "Dance inspires him ceaselessly to strive higher and higher toward the shining pinnacle of perfection that is the goal of every artiste"
- synonym:
- endlessly ,
- ceaselessly ,
- incessantly ,
- unceasingly ,
- unendingly ,
- continuously
1. Με ανεπανόρθωτη αποφασιστικότητα
- "Ο χορός τον εμπνέει αδιάκοπα να αγωνίζεται όλο και ψηλότερα προς το λαμπερό αποκορύφωμα της τελειότητας που είναι ο στόχος κάθε"
- συνώνυμο:
- ατελείωτα ,
- ασταμάτητα ,
- αδιάκοπα ,
- συνεχώς