Translation meaning & definition of the word "ce" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εκεί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ce
[Συμπεριφερόντων]/sii/
noun
1. A ductile grey metallic element of the lanthanide series
- Used in lighter flints
- The most abundant of the rare-earth group
- synonym:
- cerium ,
- Ce ,
- atomic number 58
1. Ένα όλκιμο γκρι μεταλλικό στοιχείο της σειράς λανθανιδών
- Χρησιμοποιείται σε ελαφρύτερες πτερύγια
- Η πιο άφθονη από την ομάδα σπάνιων γαιών
- συνώνυμο:
- δημήτριο ,
- Συμπεριφερόντων ,
- ατομικός αριθμός 58
adverb
1. Of the period coinciding with the christian era
- Preferred by some writers who are not christians
- "In 200 ce"
- synonym:
- CE ,
- C.E. ,
- Common Era
1. Της περιόδου που συμπίπτει με τη χριστιανική εποχή
- Προτιμάται από μερικούς συγγραφείς που δεν είναι χριστιανοί
- "Το 200 μ.χ"
- συνώνυμο:
- Διευθύνων Σύμβουλος ,
- Κ.Ε. ,
- Κοινή εποχή