Translation meaning & definition of the word "cavity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κοιλότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cavity
[Κοιλότητα]/kævəti/
noun
1. A sizeable hole (usually in the ground)
- "They dug a pit to bury the body"
- synonym:
- pit ,
- cavity
1. Μια μεγάλη τρύπα (συνήθως στο έδαφος)
- "Σκάβουν ένα λάκκο για να θάψουν το σώμα"
- συνώνυμο:
- λάκκο ,
- κοιλότητα
2. Space that is surrounded by something
- synonym:
- cavity ,
- enclosed space
2. Χώρος που περιβάλλεται από κάτι
- συνώνυμο:
- κοιλότητα ,
- κλειστός χώρος
3. Soft decayed area in a tooth
- Progressive decay can lead to the death of a tooth
- synonym:
- cavity ,
- caries ,
- dental caries ,
- tooth decay
3. Μαλακή αποσυντεθειμένη περιοχή σε ένα δόντι
- Η προοδευτική αποσύνθεση μπορεί να οδηγήσει στο θάνατο ενός δοντιού
- συνώνυμο:
- κοιλότητα ,
- τερηδόνα ,
- οδοντιατρική τερηδόνα ,
- φθορά των δοντιών
4. (anatomy) a natural hollow or sinus within the body
- synonym:
- cavity ,
- bodily cavity ,
- cavum
4. (ανατομία) ένα φυσικό κοίλο ή κόλπο μέσα στο σώμα
- συνώνυμο:
- κοιλότητα ,
- σωματική κοιλότητα ,
- κάβου