Translation meaning & definition of the word "caveat" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καβάτ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Caveat
[Καταφατικό]/keviæt/
noun
1. A warning against certain acts
- "A caveat against unfair practices"
- synonym:
- caution ,
- caveat
1. Προειδοποίηση εναντίον ορισμένων πράξεων
- "Μια προειδοποίηση κατά των αθέμιτων πρακτικών"
- συνώνυμο:
- προσοχή ,
- προειδοποίηση
2. (law) a formal notice filed with a court or officer to suspend a proceeding until filer is given a hearing
- "A caveat filed against the probate of a will"
- synonym:
- caveat
2. (νάυπογράψει επίσημη ανακοίνωση που κατατέθηκε σε δικαστήριο ή αξιωματικό για την αναστολή της διαδικασίας έως ότου λάβει ακρόαση
- "Μια προειδοποίηση που κατατέθηκε ενάντια στον ανιχνευτή της διαθήκης"
- συνώνυμο:
- προειδοποίηση