Translation meaning & definition of the word "cavalier" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βασιλικότερο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cavalier
[Ιππότησ]/kævəlɪr/
noun
1. A gallant or courtly gentleman
- synonym:
- cavalier ,
- chevalier
1. Ένας γενναίος ή ευγενικός κύριος
- συνώνυμο:
- ιππικόσ ,
- ανατριχιαστικόσ
2. A royalist supporter of charles i during the english civil war
- synonym:
- Cavalier ,
- Royalist
2. Βασιλικός υποστηρικτής του καρόλου α ́ κατά τη διάρκεια του αγγλικού εμφυλίου πολέμου
- συνώνυμο:
- Ιππότησ ,
- Βασιλικόσ
adjective
1. Given to haughty disregard of others
- synonym:
- cavalier ,
- high-handed
1. Αποκτώντας υπεροπτική αδιαφορία για τους άλλους
- συνώνυμο:
- ιππικόσ ,
- με μεγάλο χέρι