Translation meaning & definition of the word "cautious" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προσεκτικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cautious
[Προσεκτικόσ]/kɔʃəs/
noun
1. People who are fearful and cautious
- "Whitewater rafting is not for the timid"
- synonym:
- timid ,
- cautious
1. Ανθρώπους που φοβούνται και είναι προσεκτικοί
- "Το ράφτινγκ λευκού νερού δεν είναι για το δειλό"
- συνώνυμο:
- δειλόσ ,
- προσεκτικόσ
adjective
1. Showing careful forethought
- "Reserved and cautious
- Never making swift decisions"
- "A cautious driver"
- synonym:
- cautious
1. Εμφάνιση προσεκτικής πρόβλεψης
- "Κρατημένος και προσεκτικός
- Ποτέ μην παίρνετε γρήγορες αποφάσεις"
- "Προσεκτικός οδηγός"
- συνώνυμο:
- προσεκτικόσ
2. Avoiding excess
- "A conservative estimate"
- synonym:
- cautious ,
- conservative
2. Αποφυγή υπερβολής
- "Συντηρητική εκτίμηση"
- συνώνυμο:
- προσεκτικόσ ,
- συντηρητικός
Examples of using
You must be cautious.
Πρέπει να είσαι προσεκτικός.
Tom thinks that Mary is being unnecessarily cautious.
Ο Τομ νομίζει ότι η Μαίρη είναι άσκοπα προσεκτική.
He is too cautious to try anything new.
Είναι πολύ προσεκτικός για να δοκιμάσει κάτι καινούργιο.