Translation meaning & definition of the word "cautionary" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προστατευτικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cautionary
[Προφυλακτικόσ]/kɔʃənɛri/
adjective
1. Warding off
- "The swastika...a very ancient prophylactic symbol occurring among all peoples"- victor schultze
- synonym:
- cautionary ,
- prophylactic
1. Αποφυγή
- "Η σβάστικα.ένα πολύ αρχαίο προφυλακτικό σύμβολο που συμβαίνει μεταξύ όλων των λαών" - βίκτωρ σούλτσε.
- συνώνυμο:
- προειδοποιητικόσ ,
- προφυλακτικόσ
2. Serving to warn
- "Shook a monitory finger at him"
- "An exemplary jail sentence"
- synonym:
- admonitory ,
- cautionary ,
- exemplary ,
- monitory ,
- warning(a)
2. Υπηρετώντας για να προειδοποιήσει
- "Έβαλε ένα δάχτυλο ελέγχου σε αυτόν"
- "Υποδειγματική ποινή φυλάκισης"
- συνώνυμο:
- αντιπαράθεση ,
- προειδοποιητικόσ ,
- υποδειγματικός ,
- ελεγκτικόσ ,
- προειδοποίηση(