Translation meaning & definition of the word "caution" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προσοχή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Caution
[Προσοχή]/kɑʃən/
noun
1. The trait of being cautious
- Being attentive to possible danger
- "A man of caution"
- synonym:
- caution ,
- cautiousness ,
- carefulness
1. Το χαρακτηριστικό του να είσαι προσεκτικός
- Να είστε προσεκτικοί σε πιθανό κίνδυνο
- "Ένας άνθρωπος της προσοχής"
- συνώνυμο:
- προσοχή ,
- προσεκτικότητα
2. A warning against certain acts
- "A caveat against unfair practices"
- synonym:
- caution ,
- caveat
2. Προειδοποίηση εναντίον ορισμένων πράξεων
- "Μια προειδοποίηση κατά των αθέμιτων πρακτικών"
- συνώνυμο:
- προσοχή ,
- προειδοποίηση
3. Judiciousness in avoiding harm or danger
- "He exercised caution in opening the door"
- "He handled the vase with care"
- synonym:
- caution ,
- precaution ,
- care ,
- forethought
3. Συνετότητα στην αποφυγή βλάβης ή κινδύνου
- "Είχε προσοχή στο άνοιγμα της πόρτας"
- "Χειρίστηκε το βάζο με προσοχή"
- συνώνυμο:
- προσοχή ,
- προφύλαξη ,
- φροντίδα ,
- προνοητική
4. The trait of being circumspect and prudent
- synonym:
- circumspection ,
- caution
4. Το χαρακτηριστικό του να είσαι προσεκτικός και συνετός
- συνώνυμο:
- περιτομή ,
- προσοχή
verb
1. Warn strongly
- Put on guard
- synonym:
- caution ,
- admonish ,
- monish
1. Προειδοποιήστε έντονα
- Βάζω φρουρά
- συνώνυμο:
- προσοχή ,
- νουθετώ ,
- μονικόσ