Translation meaning & definition of the word "cause" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αιτία" στην ελληνική γλώσσα
Cause
[Γιατί]noun
1. Events that provide the generative force that is the origin of something
- "They are trying to determine the cause of the crash"
- synonym:
- cause
1. Γεγονότα που παρέχουν την παραγωγική δύναμη που είναι η προέλευση κάποιου πράγματος
- "Προσπαθούν να καθορίσουν την αιτία της συντριβής"
- συνώνυμο:
- αιτία
2. A justification for something existing or happening
- "He had no cause to complain"
- "They had good reason to rejoice"
- synonym:
- cause ,
- reason ,
- grounds
2. Αιτιολόγηση για κάτι που υπάρχει ή συμβαίνει
- "Δεν είχε λόγο να παραπονιέται"
- "Είχαν καλό λόγο να χαίρονται"
- συνώνυμο:
- αιτία ,
- λόγος ,
- λόγοι
3. A series of actions advancing a principle or tending toward a particular end
- "He supported populist campaigns"
- "They worked in the cause of world peace"
- "The team was ready for a drive toward the pennant"
- "The movement to end slavery"
- "Contributed to the war effort"
- synonym:
- campaign ,
- cause ,
- crusade ,
- drive ,
- movement ,
- effort
3. Μια σειρά ενεργειών που προωθούν μια αρχή ή τείνουν προς ένα συγκεκριμένο τέλος
- "Υποστήριξε λαϊκιστικές εκστρατείες"
- "Εργάστηκαν για την υπόθεση της παγκόσμιας ειρήνης"
- "Η ομάδα ήταν έτοιμη για μια κίνηση προς την πένα"
- "Το κίνημα για τον τερματισμό της δουλείας"
- "Αντιμετωπίζεται με πολεμική προσπάθεια"
- συνώνυμο:
- εκστρατεία ,
- αιτία ,
- σταυροφορία ,
- οδηγώ ,
- κίνηση ,
- προσπάθεια
4. Any entity that produces an effect or is responsible for events or results
- synonym:
- causal agent ,
- cause ,
- causal agency
4. Κάθε οντότητα που παράγει αποτέλεσμα ή είναι υπεύθυνη για γεγονότα ή αποτελέσματα
- συνώνυμο:
- αιτιολογικός παράγοντας ,
- αιτία ,
- αιτιολογική υπηρεσία
5. A comprehensive term for any proceeding in a court of law whereby an individual seeks a legal remedy
- "The family brought suit against the landlord"
- synonym:
- lawsuit ,
- suit ,
- case ,
- cause ,
- causa
5. Περιεκτική θητεία για οποιαδήποτε διαδικασία σε δικαστήριο με την οποία ένα άτομο επιδιώκει νομική προσφυγή
- "Η οικογένεια έφερε το παράδειγμά της εναντίον του ιδιοκτήτη"
- συνώνυμο:
- αγωγή ,
- κοστούμι ,
- περίπτωση ,
- αιτία
verb
1. Give rise to
- Cause to happen or occur, not always intentionally
- "Cause a commotion"
- "Make a stir"
- "Cause an accident"
- synonym:
- cause ,
- do ,
- make
1. Προκαλώ
- Αιτία να συμβεί ή να συμβεί, όχι πάντα σκόπιμα
- "Για μια αναστάτωση"
- "Κάντε μια ανάδευση"
- "Για ένα ατύχημα"
- συνώνυμο:
- αιτία ,
- κάνω ,
- βγάζω
2. Cause to do
- Cause to act in a specified manner
- "The ads induced me to buy a vcr"
- "My children finally got me to buy a computer"
- "My wife made me buy a new sofa"
- synonym:
- induce ,
- stimulate ,
- cause ,
- have ,
- get ,
- make
2. Επιτάσσω
- Αιτία να ενεργεί με συγκεκριμένο τρόπο
- "Οι διαφημίσεις με προκάλεσαν να αγοράσω ένα εσπ"
- "Τα παιδιά μου τελικά με έκαναν να αγοράσω έναν υπολογιστή"
- "Η γυναίκα μου με έκανε να αγοράσω έναν καναπέ"
- συνώνυμο:
- προκαλώ ,
- τονώνω ,
- αιτία ,
- έχω ,
- παίρνω ,
- βγάζω