Translation meaning & definition of the word "causative" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αρνητικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Causative
[Αιτιολογητικόσ]/kɑzətɪv/
adjective
1. Producing an effect
- "Poverty as a causative factor in crime"
- synonym:
- causative
1. Παράγοντας ένα αποτέλεσμα
- "Η φτώχεια ως αιτιολογικός παράγοντας στο έγκλημα"
- συνώνυμο:
- αιτιολογικόσ