Translation meaning & definition of the word "causation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αναζήτηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Causation
[Αιτιολόγηση]/kɔzeʃən/
noun
1. The act of causing something to happen
- synonym:
- causing ,
- causation
1. Η πράξη του να προκαλείς κάτι να συμβεί
- συνώνυμο:
- προκαλώντασ ,
- αιτιότητα
Examples of using
Correlation does not equal causation.
Η συσχέτιση δεν ισοδυναμεί με την αιτιότητα.