Translation meaning & definition of the word "cauliflower" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κουνουπίδι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cauliflower
[Κουνουπίδι]/kɑləflaʊər/
noun
1. A plant having a large edible head of crowded white flower buds
- synonym:
- cauliflower ,
- Brassica oleracea botrytis
1. Ένα φυτό που έχει ένα μεγάλο βρώσιμο κεφάλι γεμάτο λευκά μπουμπούκια ανθέων
- συνώνυμο:
- κουνουπίδι ,
- Ορειχάλκινη ολερίδα βοτρύτιδα
2. Compact head of white undeveloped flowers
- synonym:
- cauliflower
2. Συμπαγές κεφάλι από λευκά μη αναπτυγμένα λουλούδια
- συνώνυμο:
- κουνουπίδι
Examples of using
What stink! Are you cooking some cauliflower?
Τι βρωμερό! Μαγειρεύετε κουνουπίδι?