Translation meaning & definition of the word "catnip" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κατνίπ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Catnip
[Κατνίπ]/kætnɪp/
noun
1. Hairy aromatic perennial herb having whorls of small white purple-spotted flowers in a terminal spike
- Used in the past as a domestic remedy
- Strongly attractive to cats
- synonym:
- catmint ,
- catnip ,
- Nepeta cataria
1. Τριχωτό αρωματικό πολυετές βότανο που έχει πόρνες από μικρά λευκά μοβ λουλούδια σε μια τελική ακίδα
- Χρησιμοποιείται στο παρελθόν ως εγχώρια θεραπεία
- Ελκυστικό για τις γάτες
- συνώνυμο:
- δυόσμο ,
- παραλία ,
- Καταρία νέπετας