Translation meaning & definition of the word "catholicism" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καθολικισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Catholicism
[Καθολικισμός]/kəθɔləsɪzəm/
noun
1. The beliefs and practices of a catholic church
- synonym:
- Catholicism ,
- Catholicity
1. Τις πεποιθήσεις και τις πρακτικές μιας καθολικής εκκλησίας
- συνώνυμο:
- Καθολικισμός ,
- Καθολικότητα