Translation meaning & definition of the word "cathode" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καθωδικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cathode
[Κάθοδοσ]/kæθoʊd/
noun
1. A negatively charged electrode that is the source of electrons entering an electrical device
- synonym:
- cathode
1. Ένα αρνητικά φορτισμένο ηλεκτρόδιο που είναι η πηγή των ηλεκτρονίων που εισέρχονται σε μια ηλεκτρική συσκευή
- συνώνυμο:
- κάθοδοσ
2. The positively charged terminal of a voltaic cell or storage battery that supplies current
- synonym:
- cathode
2. Το θετικά φορτισμένο τερματικό ενός βολταϊκού κυττάρου ή μιας μπαταρίας αποθήκευσης που παρέχει ρεύμα
- συνώνυμο:
- κάθοδοσ