Translation meaning & definition of the word "cathedral" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καθεδρικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cathedral
[Καθεδρικός ναός]/kəθidrəl/
noun
1. Any large and important church
- synonym:
- cathedral
1. Κάθε μεγάλη και σημαντική εκκλησία
- συνώνυμο:
- καθεδρικός ναός
2. The principal christian church building of a bishop's diocese
- synonym:
- cathedral ,
- duomo
2. Το κτίριο της κύριας χριστιανικής εκκλησίας της επισκοπής του επισκόπου
- συνώνυμο:
- καθεδρικός ναός ,
- ντουόμο
adjective
1. Relating to or containing or issuing from a bishop's office or throne
- "A cathedral church"
- synonym:
- cathedral
1. Σχετικά με ή περιέχουν ή εκδίδουν από γραφείο ή θρόνο επισκόπου
- "Μια εκκλησία του καθεδρικού ναού"
- συνώνυμο:
- καθεδρικός ναός
Examples of using
The cathedral dates back to the Middle Ages.
Ο καθεδρικός ναός χρονολογείται από τον Μεσαίωνα.