Translation meaning & definition of the word "cathartic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καθαρτική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cathartic
[Καθαρτικό]/kəθɑrtɪk/
noun
1. A purging medicine
- Stimulates evacuation of the bowels
- synonym:
- purgative ,
- cathartic ,
- physic ,
- aperient
1. Ένα φάρμακο καθαρισμού
- Διεγείρει την εκκένωση των εντέρων
- συνώνυμο:
- καθαρτικό ,
- φυσικός ,
- αποτελεσματικός
adjective
1. Emotionally purging
- synonym:
- cathartic ,
- psychotherapeutic
1. Συναισθηματικά καθαρισμένος
- συνώνυμο:
- καθαρτικό ,
- ψυχοθεραπευτικόσ
2. Emotionally purging (of e.g. art)
- synonym:
- cathartic ,
- releasing
2. Συναισθηματικό καθαρισμό (π.χ. αρτ)
- συνώνυμο:
- καθαρτικό ,
- απελευθέρωση
3. Strongly laxative
- synonym:
- cathartic ,
- evacuant ,
- purgative
3. Έντονα καθαρτικό
- συνώνυμο:
- καθαρτικό ,
- εκκενωτικό