Translation meaning & definition of the word "caterpillar" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καταστροφέας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Caterpillar
[Κάμπια]/kætəpɪlər/
noun
1. A wormlike and often brightly colored and hairy or spiny larva of a butterfly or moth
- synonym:
- caterpillar
1. Μια σκουληκοειδής και συχνά έντονα χρωματισμένη και τριχωτή ή αγκαθωτή προνύμφη μιας πεταλούδας ή σκώρου
- συνώνυμο:
- κάμπια
2. A large tracked vehicle that is propelled by two endless metal belts
- Frequently used for moving earth in construction and farm work
- synonym:
- Caterpillar ,
- cat
2. Ένα μεγάλο όχημα που προωθείται από δύο ατελείωτες μεταλλικές ζώνες
- Συχνά χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση της γης στις κατασκευές και τις αγροτικές εργασίες
- συνώνυμο:
- Κάμπια ,
- γάτα
Examples of using
The caterpillar turned into a butterfly.
Η κάμπια μετατράπηκε σε πεταλούδα.
A butterfly is a mature caterpillar.
Μια πεταλούδα είναι μια ώριμη κάμπια.
This caterpillar will become a beautiful butterfly.
Αυτή η κάμπια θα γίνει μια όμορφη πεταλούδα.