Translation meaning & definition of the word "caterer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φύλακας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Caterer
[Κατηγορούμενοσ]/ketərər/
noun
1. Someone who provides food and service (as for a party)
- synonym:
- caterer
1. Κάποιος που παρέχει φαγητό και εξυπηρέτηση (ας για ένα πάρτι)
- συνώνυμο:
- τροφοδότησ