Translation meaning & definition of the word "cater" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τροφή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cater
[Κρεμαστήσ]/ketər/
verb
1. Give what is desired or needed, especially support, food or sustenance
- "The hostess provided lunch for all the guests"
- synonym:
- provide ,
- supply ,
- ply ,
- cater
1. Δώστε ό, τι είναι επιθυμητό ή χρειάζεται, ειδικά υποστήριξη, τροφή ή τροφή
- "Η οικοδέσποινα παρείχε μεσημεριανό γεύμα για όλους τους επισκέπτες"
- συνώνυμο:
- παρέχω ,
- προμήθεια ,
- πεντακάθαροσ ,
- εξυπηρετώ
2. Supply food ready to eat
- For parties and banquets
- synonym:
- cater
2. Προμηθεύστε τρόφιμα έτοιμα για φαγητό
- Για πάρτι και συμπόσια
- συνώνυμο:
- εξυπηρετώ