Translation meaning & definition of the word "category" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κατηγορία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Category
[Κατηγορία]/kætəgɔri/
noun
1. A collection of things sharing a common attribute
- "There are two classes of detergents"
- synonym:
- class ,
- category ,
- family
1. Μια συλλογή πραγμάτων που μοιράζονται ένα κοινό χαρακτηριστικό
- "Υπάρχουν δύο κατηγορίες απορρυπαντικών"
- συνώνυμο:
- τάξη ,
- κατηγορία ,
- οικογένεια
2. A general concept that marks divisions or coordinations in a conceptual scheme
- synonym:
- category
2. Μια γενική έννοια που σηματοδοτεί διαιρέσεις ή συντονισμούς σε ένα εννοιολογικό σύστημα
- συνώνυμο:
- κατηγορία
Examples of using
They don't belong under that category.
Δεν ανήκουν σε αυτή την κατηγορία.
It is reasonable to think that there exist other anomalies in this category.
Είναι λογικό να πιστεύουμε ότι υπάρχουν και άλλες ανωμαλίες σε αυτή την κατηγορία.