Translation meaning & definition of the word "catchy" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "αθλητικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Catchy
[Συνεσταλμένοσ]/kæʧi/
adjective
1. Having concealed difficulty
- "A catchy question"
- "A tricky recipe to follow"
- synonym:
- catchy ,
- tricky
1. Έχοντας κρυμμένη δυσκολία
- "Μια πιασάρικη ερώτηση"
- "Μια δύσκολη συνταγή που πρέπει να ακολουθήσετε"
- συνώνυμο:
- πιασάρικος ,
- δύσκολος
2. Likely to attract attention
- "A catchy title for a movie"
- synonym:
- attention-getting ,
- catchy
2. Είναι πιθανό να προσελκύσει την προσοχή
- "Ένας πιασάρικος τίτλος για μια ταινία"
- συνώνυμο:
- προσοχή ,
- πιασάρικος