Translation meaning & definition of the word "catcher" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εκπαιδευτής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Catcher
[Συλλέκτησ]/kæʧər/
noun
1. (baseball) the person who plays the position of catcher
- synonym:
- catcher ,
- backstop
1. (βασεμβαλλ) το άτομο που παίζει τη θέση του συλλέκτη
- συνώνυμο:
- εξαπατώ ,
- επιστροφή
2. The position on a baseball team of the player who is stationed behind home plate and who catches the balls that the pitcher throws
- "A catcher needs a lot of protective equipment"
- "A catcher plays behind the plate"
- synonym:
- catcher
2. Η θέση σε μια ομάδα του μπέιζμπολ του παίκτη που είναι σταθμευμένος πίσω από το πιάτο στο σπίτι και που πιάνει τις μπάλες
- "Ένας συλλέκτης χρειάζεται πολύ προστατευτικό εξοπλισμό"
- "Ένας εξαρτημένος παίζει πίσω από το πιάτο"
- συνώνυμο:
- εξαπατώ