Translation meaning & definition of the word "catch" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "κολλήστε" στην ελληνική γλώσσα
Catch
[Πιάσε]noun
1. A drawback or difficulty that is not readily evident
- "It sounds good but what's the catch?"
- synonym:
- catch ,
- gimmick
1. Ένα μειονέκτημα ή δυσκολία που δεν είναι εύκολα εμφανής
- "Ακούγεται καλό, αλλά ποια είναι η ψαριά?"
- συνώνυμο:
- αλιεύω ,
- τέχνασμα
2. The quantity that was caught
- "The catch was only 10 fish"
- synonym:
- catch ,
- haul
2. Η ποσότητα που πιάστηκε
- "Τα αλιεύματα ήταν μόνο 10 ψάρια"
- συνώνυμο:
- αλιεύω ,
- μεταφορά
3. A person regarded as a good matrimonial prospect
- synonym:
- catch ,
- match
3. Ένα άτομο που θεωρείται ως μια καλή γαμήλια προοπτική
- συνώνυμο:
- αλιεύω ,
- αγώνασ
4. Anything that is caught (especially if it is worth catching)
- "He shared his catch with the others"
- synonym:
- catch
4. Οτιδήποτε αλιεύεται (ειδικά αν αξίζει να πιάσει)
- "Κοινώνει τα αλιεύματά του με τους άλλους"
- συνώνυμο:
- αλιεύω
5. A break or check in the voice (usually a sign of strong emotion)
- synonym:
- catch
5. Ένα διάλειμμα ή έλεγχος στη φωνή (συνήθως ένα σημάδι ισχυρού συναισθήματος)
- συνώνυμο:
- αλιεύω
6. A restraint that checks the motion of something
- "He used a book as a stop to hold the door open"
- synonym:
- catch ,
- stop
6. Ένας περιορισμός που ελέγχει την κίνηση κάποιου πράγματος
- "Χρησιμοποίησε ένα βιβλίο ως στάση για να κρατήσει την πόρτα ανοιχτή"
- συνώνυμο:
- αλιεύω ,
- σταματώ
7. A fastener that fastens or locks a door or window
- synonym:
- catch
7. Ένα συνδετήρα που κλειδώνει ή κλειδώνει μια πόρτα ή ένα παράθυρο
- συνώνυμο:
- αλιεύω
8. A cooperative game in which a ball is passed back and forth
- "He played catch with his son in the backyard"
- synonym:
- catch
8. Ένα συνεργατικό παιχνίδι στο οποίο μια μπάλα περνάει πέρα δώθε
- "Έπαιξε με το γιο του στην πίσω αυλή"
- συνώνυμο:
- αλιεύω
9. The act of catching an object with the hands
- "Mays made the catch with his back to the plate"
- "He made a grab for the ball before it landed"
- "Martin's snatch at the bridle failed and the horse raced away"
- "The infielder's snap and throw was a single motion"
- synonym:
- catch ,
- grab ,
- snatch ,
- snap
9. Η πράξη της σύλληψης ενός αντικειμένου με τα χέρια
- "Οι μήνες έκαναν την αλίευση με την πλάτη του στο πιάτο"
- "Έβγαλε μια αρπαγή για την μπάλα πριν προσγειωθεί"
- "Η αρπαγή του μάρτιν στο χαλινάρι απέτυχε και το άλογο έφυγε"
- "Το σπάσιμο και η ρίψη του υπονόμου ήταν μια ενιαία κίνηση"
- συνώνυμο:
- αλιεύω ,
- αρπάζω ,
- αποτυγχάνω
10. The act of apprehending (especially apprehending a criminal)
- "The policeman on the beat got credit for the collar"
- synonym:
- apprehension ,
- arrest ,
- catch ,
- collar ,
- pinch ,
- taking into custody
10. Η πράξη της σύλληψης ( ειδικά η σύλληψη ενός εγκληματία
- "Ο αστυνομικός στο ρυθμό πήρε πίστωση για το κολάρο"
- συνώνυμο:
- ανησυχία ,
- σύλληψη ,
- αλιεύω ,
- κολάρο ,
- τσίμπημα ,
- υπό κράτηση
verb
1. Discover or come upon accidentally, suddenly, or unexpectedly
- Catch somebody doing something or in a certain state
- "She caught her son eating candy"
- "She was caught shoplifting"
- synonym:
- catch
1. Ανακαλύψτε ή να έρθει κατά λάθος, ξαφνικά, ή απροσδόκητα
- Πιάσε κάποιον να κάνει κάτι ή σε μια συγκεκριμένη κατάσταση
- "Έπιασε το γιο της να τρώει καραμέλες"
- "Συνελήφθη η κατάστημα αναβίωσης"
- συνώνυμο:
- αλιεύω
2. Perceive with the senses quickly, suddenly, or momentarily
- "I caught the aroma of coffee"
- "He caught the allusion in her glance"
- "Ears open to catch every sound"
- "The dog picked up the scent"
- "Catch a glimpse"
- synonym:
- catch ,
- pick up
2. Αντιληφθείτε με τις αισθήσεις γρήγορα, ξαφνικά ή στιγμιαία
- "Έπιασα το άρωμα του καφέ"
- "Έπιασε την αυταπάτη με τη ματιά της"
- "Αυτιά ανοιχτά για να πιάσουν κάθε ήχο"
- "Ο σκύλος πήρε το άρωμα"
- "Διάσε μια ματιά"
- συνώνυμο:
- αλιεύω ,
- παραλαμβάνω
3. Reach with a blow or hit in a particular spot
- "The rock caught her in the back of the head"
- "The blow got him in the back"
- "The punch caught him in the stomach"
- synonym:
- get ,
- catch
3. Φτάστε με ένα χτύπημα ή χτύπημα σε ένα συγκεκριμένο σημείο
- "Ο βράχος την έπιασε στο πίσω μέρος του κεφαλιού"
- "Το χτύπημα τον έβαλε στην πλάτη"
- "Η γροθιά τον έπιασε στο στομάχι"
- συνώνυμο:
- παίρνω ,
- αλιεύω
4. Take hold of so as to seize or restrain or stop the motion of
- "Catch the ball!"
- "Grab the elevator door!"
- synonym:
- catch ,
- grab ,
- take hold of
4. Πάρτε το για να καταλάβετε ή να συγκρατήσετε ή να σταματήσετε την κίνηση του
- "Πιάσε την μπάλα!"
- "Καταγράψτε την πόρτα του ασανσέρ!"
- συνώνυμο:
- αλιεύω ,
- αρπάζω ,
- παίρνω τον εαυτό μου
5. Succeed in catching or seizing, especially after a chase
- "We finally got the suspect"
- "Did you catch the thief?"
- synonym:
- get ,
- catch ,
- capture
5. Πετύχει να πιάσει ή να καταλάβει, ειδικά μετά από ένα κυνηγητό
- "Τελικά πήραμε τον ύποπτο"
- "Πιάσατε τον κλέφτη?"
- συνώνυμο:
- παίρνω ,
- αλιεύω ,
- καταγράφω
6. To hook or entangle
- "One foot caught in the stirrup"
- synonym:
- hitch ,
- catch
6. Για να γαντζώσει ή να εμπλέξει
- "Ένα πόδι πιασμένο στο αναδευτήρα"
- συνώνυμο:
- αιτία ,
- αλιεύω
7. Attract and fix
- "His look caught her"
- "She caught his eye"
- "Catch the attention of the waiter"
- synonym:
- catch ,
- arrest ,
- get
7. Προσελκύστε και διορθώστε
- "Το βλέμμα της την έπιασε"
- "Έπιασε το μάτι του"
- "Ελέγξτε την προσοχή του σερβιτόρου"
- συνώνυμο:
- αλιεύω ,
- σύλληψη ,
- παίρνω
8. Capture as if by hunting, snaring, or trapping
- "I caught a rabbit in the trap today"
- synonym:
- capture ,
- catch
8. Συλλάβετε σαν να κυνηγάτε, να τρέχετε ή να παγιδεύετε
- "Έπιασα ένα κουνέλι στην παγίδα σήμερα"
- συνώνυμο:
- καταγράφω ,
- αλιεύω
9. Reach in time
- "I have to catch a train at 7 o'clock"
- synonym:
- catch
9. Φτάνω στο χρόνο
- "Πρέπει να πάρω ένα τρένο στις 7 το βράδυ"
- συνώνυμο:
- αλιεύω
10. Get or regain something necessary, usually quickly or briefly
- "Catch some sleep"
- "Catch one's breath"
- synonym:
- catch
10. Πάρτε ή να ανακτήσει κάτι απαραίτητο, συνήθως γρήγορα ή για λίγο
- "Φέρτε λίγο ύπνο"
- "Πιάσε την αναπνοή κάποιου"
- συνώνυμο:
- αλιεύω
11. Catch up with and possibly overtake
- "The rolls royce caught us near the exit ramp"
- synonym:
- overtake ,
- catch ,
- catch up with
11. Προλάβετε και ενδεχομένως προσπεράστε
- "Οι ρόλοι ρόις μας έπιασαν κοντά στη ράμπα εξόδου"
- συνώνυμο:
- προσπερνώ ,
- αλιεύω ,
- προσεγγίζω
12. Be struck or affected by
- "Catch fire"
- "Catch the mood"
- synonym:
- catch
12. Να χτυπηθεί ή να επηρεαστεί από
- "Αιχμαλωτίστε φωτιά"
- "Πιάσε τη διάθεση"
- συνώνυμο:
- αλιεύω
13. Check oneself during an action
- "She managed to catch herself before telling her boss what was on her mind"
- synonym:
- catch
13. Ελέγξτε τον εαυτό σας κατά τη διάρκεια μιας ενέργειας
- "Κατάφερε να πιάσει τον εαυτό της πριν πει στο αφεντικό της τι ήταν στο μυαλό της"
- συνώνυμο:
- αλιεύω
14. Hear, usually without the knowledge of the speakers
- "We overheard the conversation at the next table"
- synonym:
- catch ,
- take in ,
- overhear
14. Ακούστε, συνήθως χωρίς τη γνώση των ομιλητών
- "Ακούσαμε τη συζήτηση στο επόμενο τραπέζι"
- συνώνυμο:
- αλιεύω ,
- παίρνω ,
- ακούω
15. See or watch
- "View a show on television"
- "This program will be seen all over the world"
- "View an exhibition"
- "Catch a show on broadway"
- "See a movie"
- synonym:
- watch ,
- view ,
- see ,
- catch ,
- take in
15. Δείτε ή παρακολουθήστε
- "Βλέπετε μια παράσταση στην τηλεόραση"
- "Αυτό το πρόγραμμα θα δει σε όλο τον κόσμο"
- "Δείτε μια έκθεση"
- "Δείτε μια παράσταση στο μπρόντγουεϊ"
- "Δείτε μια ταινία"
- συνώνυμο:
- ρολόι ,
- προβολή ,
- βλέπω ,
- αλιεύω ,
- παίρνω
16. Cause to become accidentally or suddenly caught, ensnared, or entangled
- "I caught the hem of my dress in the brambles"
- synonym:
- catch
16. Αιτία να συλληφθεί τυχαία ή ξαφνικά, να παγιδευτεί ή να μπλεχτεί
- "Έπιασα το στρίφωμα του φορέματός μου στα βάτα"
- συνώνυμο:
- αλιεύω
17. Detect a blunder or misstep
- "The reporter tripped up the senator"
- synonym:
- trip up ,
- catch
17. Εντοπίστε ένα λάθος ή λάθος βήμα
- "Ο δημοσιογράφος σκόνταψε τον γερουσιαστή"
- συνώνυμο:
- ταξιδεύω ,
- αλιεύω
18. Grasp with the mind or develop an understanding of
- "Did you catch that allusion?"
- "We caught something of his theory in the lecture"
- "Don't catch your meaning"
- "Did you get it?"
- "She didn't get the joke"
- "I just don't get him"
- synonym:
- catch ,
- get
18. Να αντιλαμβάνεστε το μυαλό σας ή να αναπτύξετε μια κατανόηση του
- "Πιάσατε αυτή την αυταπάτη?"
- "Πιάσαμε κάτι από τη θεωρία του στη διάλεξη"
- "Μην πιάσεις το νόημά σου"
- "Το πήρες?"
- "Δεν πήρε το αστείο"
- "Απλά δεν τον παίρνω"
- συνώνυμο:
- αλιεύω ,
- παίρνω
19. Contract
- "Did you catch a cold?"
- synonym:
- catch
19. Σύμβαση
- "Κρύσατε ένα κρύο?"
- συνώνυμο:
- αλιεύω
20. Start burning
- "The fire caught"
- synonym:
- catch
20. Ξεκινήστε να καίγεστε
- "Η φωτιά έπιασε"
- συνώνυμο:
- αλιεύω
21. Perceive by hearing
- "I didn't catch your name"
- "She didn't get his name when they met the first time"
- synonym:
- catch ,
- get
21. Αντιλαμβάνεται με την ακοή
- "Δεν πήρα το όνομά σου"
- "Δεν πήρε το όνομά του όταν συναντήθηκαν την πρώτη φορά"
- συνώνυμο:
- αλιεύω ,
- παίρνω
22. Suffer from the receipt of
- "She will catch hell for this behavior!"
- synonym:
- catch ,
- get
22. Υποφέρω από την παραλαβή του
- "Θα πιάσει την κόλαση για αυτή τη συμπεριφορά!"
- συνώνυμο:
- αλιεύω ,
- παίρνω
23. Attract
- Cause to be enamored
- "She captured all the men's hearts"
- synonym:
- capture ,
- enamour ,
- trance ,
- catch ,
- becharm ,
- enamor ,
- captivate ,
- beguile ,
- charm ,
- fascinate ,
- bewitch ,
- entrance ,
- enchant
23. Προσελκύω
- Αιτία να ερωτευτεί
- "Συνέλαβε όλες τις καρδιές των ανδρών"
- συνώνυμο:
- καταγράφω ,
- εναρμονίζω ,
- έκσταση ,
- αλιεύω ,
- μπερμαρ ,
- εναμόρ ,
- γοητεύω ,
- εκλιπαρώ ,
- γοητεία ,
- μπεγατζήσ ,
- είσοδος ,
- γοητευτικός
24. Apprehend and reproduce accurately
- "She really caught the spirit of the place in her drawings"
- "She got the mood just right in her photographs"
- synonym:
- catch ,
- get
24. Συλλάβετε και αναπαραγάγετε με ακρίβεια
- "Πραγματικά έπιασε το πνεύμα του τόπου στα σχέδιά της"
- "Έχει τη διάθεση ακριβώς στις φωτογραφίες της"
- συνώνυμο:
- αλιεύω ,
- παίρνω
25. Take in and retain
- "We have a big barrel to catch the rainwater"
- synonym:
- catch
25. Πάρτε και διατηρήστε
- "Έχουμε ένα μεγάλο βαρέλι για να πιάσουμε το νερό της βροχής"
- συνώνυμο:
- αλιεύω
26. Spread or be communicated
- "The fashion did not catch"
- synonym:
- catch
26. Εξάπλωση ή κοινοποίηση
- "Η μόδα δεν πιάστηκε"
- συνώνυμο:
- αλιεύω
27. Be the catcher
- "Who is catching?"
- synonym:
- catch
27. Γίνε ο παρατηρητής
- "Ποιος πιάνει?"
- συνώνυμο:
- αλιεύω
28. Become aware of
- "He caught her staring out the window"
- synonym:
- catch
28. Ενημερώνομαι
- "Την έπιασε να κοιτάζει έξω από το παράθυρο"
- συνώνυμο:
- αλιεύω
29. Delay or hold up
- Prevent from proceeding on schedule or as planned
- "I was caught in traffic and missed the meeting"
- synonym:
- catch
29. Καθυστέρηση ή κράτημα
- Αποτρέψτε τη διαδικασία στο χρονοδιάγραμμα ή όπως έχει προγραμματιστεί
- "Με έπιασαν στην κυκλοφορία και έχασα τη συνάντηση"
- συνώνυμο:
- αλιεύω