Translation meaning & definition of the word "catastrophic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καταστροφική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Catastrophic
[Καταστροφική]/kætəstrɑfɪk/
adjective
1. Extremely harmful
- Bringing physical or financial ruin
- "A catastrophic depression"
- "Catastrophic illness"
- "A ruinous course of action"
- synonym:
- catastrophic ,
- ruinous
1. Εξαιρετικά επιβλαβής
- Φέρνοντας σωματική ή οικονομική καταστροφή
- "Καταστροφική κατάθλιψη"
- "Καταστροφική ασθένεια"
- "Μια καταστροφική πορεία δράσης"
- συνώνυμο:
- καταστροφικός ,
- καταστροφικόσ
Examples of using
You need to look at things from a different angle, it's not as catastrophic as you think.
Πρέπει να κοιτάξετε τα πράγματα από μια διαφορετική οπτική γωνία, δεν είναι τόσο καταστροφικά όσο νομίζετε.