Translation meaning & definition of the word "cataract" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καταρράκτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cataract
[Καταρράκτησ]/kætərækt/
noun
1. An eye disease that involves the clouding or opacification of the natural lens of the eye
- synonym:
- cataract
1. Μια ασθένεια των ματιών που περιλαμβάνει τη θόλωση ή την αδιαφάνεια του φυσικού φακού του οφθαλμού
- συνώνυμο:
- καταρράκτης
2. A large waterfall
- Violent rush of water over a precipice
- synonym:
- cataract
2. Ένας μεγάλος καταρράκτης
- Βίαιη βιασύνη του νερού πάνω από ένα γκρεμό
- συνώνυμο:
- καταρράκτης