Translation meaning & definition of the word "catalyst" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καταλύτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Catalyst
[Καταλύτησ]/kætələst/
noun
1. (chemistry) a substance that initiates or accelerates a chemical reaction without itself being affected
- synonym:
- catalyst ,
- accelerator
1. (χημεία) μια ουσία που ξεκινά ή επιταχύνει μια χημική αντίδραση χωρίς να επηρεάζεται
- συνώνυμο:
- καταλύτης ,
- επιταχυντήσ
2. Something that causes an important event to happen
- "The invasion acted as a catalyst to unite the country"
- synonym:
- catalyst
2. Κάτι που προκαλεί ένα σημαντικό γεγονός
- "Η εισβολή λειτούργησε ως καταλύτης για να ενώσει τη χώρα"
- συνώνυμο:
- καταλύτης