Translation meaning & definition of the word "cat" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γάτα" στην ελληνική γλώσσα
Cat
[Γάτα]noun
1. Feline mammal usually having thick soft fur and no ability to roar: domestic cats
- Wildcats
- synonym:
- cat ,
- true cat
1. Αιλουροειδές θηλαστικό συνήθως έχει παχιά μαλακή γούνα και καμία ικανότητα να βρυχάται: κατοικίδιες γάτες
- Αγριόγατεσ
- συνώνυμο:
- γάτα ,
- αληθινή γάτα
2. An informal term for a youth or man
- "A nice guy"
- "The guy's only doing it for some doll"
- synonym:
- guy ,
- cat ,
- hombre ,
- bozo
2. Ένας ανεπίσημος όρος για έναν νέο ή έναν άνθρωπο
- "Ένας ωραίος τύπος"
- "Ο τύπος το κάνει μόνο για μια κούκλα"
- συνώνυμο:
- τύποσ ,
- γάτα ,
- ανακατώνω ,
- μπόζο
3. A spiteful woman gossip
- "What a cat she is!"
- synonym:
- cat
3. Μια κακή γυναίκα κουτσομπολιό
- "Τι γάτα είναι!"
- συνώνυμο:
- γάτα
4. The leaves of the shrub catha edulis which are chewed like tobacco or used to make tea
- Has the effect of a euphoric stimulant
- "In yemen kat is used daily by 85% of adults"
- synonym:
- kat ,
- khat ,
- qat ,
- quat ,
- cat ,
- Arabian tea ,
- African tea
4. Τα φύλλα του θάμνου κάθα εδούλη που μασούνται σαν καπνός ή χρησιμοποιούνται για να φτιάξουν τσάι
- Έχει την επίδραση ενός διεγερτικού ευφορίας
- "Στην υεμένη το κατ χρησιμοποιείται καθημερινά από το 85% των ενηλίκων"
- συνώνυμο:
- κατ ,
- χατ ,
- τεταρτ ,
- γάτα ,
- Αραβικό τσάι ,
- Αφρικανικό τσάι
5. A whip with nine knotted cords
- "British sailors feared the cat"
- synonym:
- cat-o'-nine-tails ,
- cat
5. Ένα μαστίγιο με εννέα κορδόνια
- "Οι βρετανοί ναύτες φοβούνταν τη γάτα"
- συνώνυμο:
- εννέα ουρές γάτας ,
- γάτα
6. A large tracked vehicle that is propelled by two endless metal belts
- Frequently used for moving earth in construction and farm work
- synonym:
- Caterpillar ,
- cat
6. Ένα μεγάλο όχημα που προωθείται από δύο ατελείωτες μεταλλικές ζώνες
- Συχνά χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση της γης στις κατασκευές και τις αγροτικές εργασίες
- συνώνυμο:
- Κάμπια ,
- γάτα
7. Any of several large cats typically able to roar and living in the wild
- synonym:
- big cat ,
- cat
7. Οποιαδήποτε από τις πολλές μεγάλες γάτες είναι συνήθως σε θέση να βρυχηθούν και να ζουν στην άγρια φύση
- συνώνυμο:
- μεγάλη γάτα ,
- γάτα
8. A method of examining body organs by scanning them with x rays and using a computer to construct a series of cross-sectional scans along a single axis
- synonym:
- computerized tomography ,
- computed tomography ,
- CT ,
- computerized axial tomography ,
- computed axial tomography ,
- CAT
8. Μια μέθοδος εξέτασης των οργάνων του σώματος με σάρωση με ακτίνες χ και χρήση υπολογιστή για την κατασκευή μιας σειράς διατομών σαρώσεων κατά μήκος ενός άξονα
- συνώνυμο:
- τομογραφία ,
- υπολογιστική τομογραφία ,
- ΚΤ ,
- αξονική τομογραφία μηχανογραφημένης ,
- υπολογιστική αξονική τομογραφία ,
- ΓΆΤΑ
verb
1. Beat with a cat-o'-nine-tails
- synonym:
- cat
1. Χτυπήστε με μια γάτα-εννέα ουρές
- συνώνυμο:
- γάτα
2. Eject the contents of the stomach through the mouth
- "After drinking too much, the students vomited"
- "He purged continuously"
- "The patient regurgitated the food we gave him last night"
- synonym:
- vomit ,
- vomit up ,
- purge ,
- cast ,
- sick ,
- cat ,
- be sick ,
- disgorge ,
- regorge ,
- retch ,
- puke ,
- barf ,
- spew ,
- spue ,
- chuck ,
- upchuck ,
- honk ,
- regurgitate ,
- throw up
2. Εκτινάξτε το περιεχόμενο του στομάχου μέσω του στόματος
- "Αφού έπιναν πάρα πολύ, οι μαθητές έκαναν εμετό"
- "Καθαρίζει συνεχώς"
- "Ο ασθενής αναβίωσε το φαγητό που του δώσαμε χθες το βράδυ"
- συνώνυμο:
- εμετός ,
- κάνω εμετό ,
- εκκαθάριση ,
- κατασκευάζω ,
- άρρωστος ,
- γάτα ,
- αρρωσταίνω ,
- ντροπή ,
- αναβάτησ ,
- ανακατεύω ,
- πούκε ,
- μπαρ ,
- ανατροπή ,
- σπουδή ,
- τσοκ ,
- ανατριχιάζω ,
- τουφέκι ,
- αναμασώ ,
- πετάω