Translation meaning & definition of the word "casualty" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καθαριότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Casualty
[Απληστία]/kæʒəwəlti/
noun
1. Someone injured or killed or captured or missing in a military engagement
- synonym:
- casualty
1. Κάποιος τραυματίστηκε ή σκοτώθηκε ή συνελήφθη ή αγνοείται σε στρατιωτική εμπλοκή
- συνώνυμο:
- ατύχημα
2. Someone injured or killed in an accident
- synonym:
- casualty ,
- injured party
2. Κάποιος τραυματίστηκε ή σκοτώθηκε σε ατύχημα
- συνώνυμο:
- ατύχημα ,
- τραυματισμένο κόμμα
3. An accident that causes someone to die
- synonym:
- fatal accident ,
- casualty
3. Ένα ατύχημα που προκαλεί το θάνατο κάποιου
- συνώνυμο:
- θανατηφόρο ατύχημα ,
- ατύχημα
4. A decrease of military personnel or equipment
- synonym:
- casualty
4. Μείωση του στρατιωτικού προσωπικού ή του εξοπλισμού
- συνώνυμο:
- ατύχημα
Examples of using
In war, truth is the first casualty.
Στον πόλεμο, η αλήθεια είναι το πρώτο θύμα.