Translation meaning & definition of the word "casting" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φύλλωμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Casting
[Χύτευση]/kæstɪŋ/
noun
1. Object formed by a mold
- synonym:
- cast ,
- casting
1. Αντικείμενο που σχηματίζεται από ένα καλούπι
- συνώνυμο:
- κατασκευάζω ,
- χύτευση
2. The act of creating something by casting it in a mold
- synonym:
- molding ,
- casting
2. Η πράξη της δημιουργίας κάτι με τη ρίψη του σε ένα καλούπι
- συνώνυμο:
- χύτευση
3. The act of throwing a fishing line out over the water by means of a rod and reel
- synonym:
- casting ,
- cast
3. Η πράξη της ρίψης μιας γραμμής αλιείας έξω πάνω από το νερό μέσω μιας ράβδου και εξελίκτρου
- συνώνυμο:
- χύτευση ,
- κατασκευάζω
4. The choice of actors to play particular roles in a play or movie
- synonym:
- casting
4. Η επιλογή των ηθοποιών να παίξουν συγκεκριμένους ρόλους σε ένα παιχνίδι ή μια ταινία
- συνώνυμο:
- χύτευση