Translation meaning & definition of the word "castaway" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "κάστου" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Castaway
[Κάσταγο]/kæstəwe/
noun
1. A person who is rejected (from society or home)
- synonym:
- outcast ,
- castaway ,
- pariah ,
- Ishmael
1. Ένα άτομο που απορρίπτεται (από την κοινωνία ή το σπίτι)
- συνώνυμο:
- εκτός λειτουργίασ ,
- παραπονεθεί ,
- παρίας ,
- Ισμαήλ
2. A shipwrecked person
- synonym:
- castaway ,
- shipwreck survivor
2. Ένα ναυάγιο
- συνώνυμο:
- παραπονεθεί ,
- επιζών ναυαγίου