Translation meaning & definition of the word "cast" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μαστούν" στην ελληνική γλώσσα
Cast
[Χαρτ]noun
1. The actors in a play
- synonym:
- cast ,
- cast of characters ,
- dramatis personae
1. Οι ηθοποιοί σε ένα παιχνίδι
- συνώνυμο:
- κατασκευάζω ,
- παραγωγή χαρακτήρων ,
- δραματική προσωπικότητα
2. Container into which liquid is poured to create a given shape when it hardens
- synonym:
- mold ,
- mould ,
- cast
2. Δοχείο στο οποίο χύνεται υγρό για να δημιουργήσει ένα δεδομένο σχήμα όταν σκληραίνει
- συνώνυμο:
- καλούπι ,
- φόρμα ,
- κατασκευάζω
3. The distinctive form in which a thing is made
- "Pottery of this cast was found throughout the region"
- synonym:
- cast ,
- mold ,
- mould ,
- stamp
3. Η διακριτική μορφή με την οποία γίνεται ένα πράγμα
- "Κεραμική αυτού του καστ βρέθηκε σε όλη την περιοχή"
- συνώνυμο:
- κατασκευάζω ,
- καλούπι ,
- φόρμα ,
- σφραγίδα
4. The visual appearance of something or someone
- "The delicate cast of his features"
- synonym:
- form ,
- shape ,
- cast
4. Η οπτική εμφάνιση κάποιου ή κάτι
- "Το λεπτό καστ των χαρακτηριστικών του"
- συνώνυμο:
- φόρμα ,
- σχήμα ,
- κατασκευάζω
5. Bandage consisting of a firm covering (often made of plaster of paris) that immobilizes broken bones while they heal
- synonym:
- cast ,
- plaster cast ,
- plaster bandage
5. Επίδεσμος που αποτελείται από μια σταθερή κάλυψη (συχνά από γύψο του παρισιού) που ακινητοποιεί σπασμένα οστά ενώ επουλώνονται
- συνώνυμο:
- κατασκευάζω ,
- γύψος ,
- επίδεσμος σοβά
6. Object formed by a mold
- synonym:
- cast ,
- casting
6. Αντικείμενο που σχηματίζεται από ένα καλούπι
- συνώνυμο:
- κατασκευάζω ,
- χύτευση
7. The act of throwing dice
- synonym:
- cast ,
- roll
7. Η πράξη της ρίψης ζαριών
- συνώνυμο:
- κατασκευάζω ,
- ρολό
8. The act of throwing a fishing line out over the water by means of a rod and reel
- synonym:
- casting ,
- cast
8. Η πράξη της ρίψης μιας γραμμής αλιείας έξω πάνω από το νερό μέσω μιας ράβδου και εξελίκτρου
- συνώνυμο:
- χύτευση ,
- κατασκευάζω
9. A violent throw
- synonym:
- hurl ,
- cast
9. Μια βίαιη ρίψη
- συνώνυμο:
- βιάζω ,
- κατασκευάζω
verb
1. Put or send forth
- "She threw the flashlight beam into the corner"
- "The setting sun threw long shadows"
- "Cast a spell"
- "Cast a warm light"
- synonym:
- project ,
- cast ,
- contrive ,
- throw
1. Βάλτε ή στείλτε
- "Έριξε τη δέσμη φακού στη γωνία"
- "Ο ήλιος που βγάζει μεγάλες σκιές"
- "Κάνε ένα ξόρκι"
- "Χυθεί ένα ζεστό φως"
- συνώνυμο:
- έργο ,
- κατασκευάζω ,
- επινοώ ,
- ρίχνω
2. Deposit
- "Cast a vote"
- "Cast a ballot"
- synonym:
- cast
2. Κατάθεση
- "Ψηφίστε"
- "Κάλεσε ένα ψηφοδέλτιο"
- συνώνυμο:
- κατασκευάζω
3. Select to play,sing, or dance a part in a play, movie, musical, opera, or ballet
- "He cast a young woman in the role of desdemona"
- synonym:
- cast
3. Επιλέξτε να παίξετε, να τραγουδήσετε ή να χορέψετε ένα ρόλο σε ένα παιχνίδι, ταινία, μιούζικαλ, όπερα ή μπαλέτο
- "Έβαλε μια νεαρή γυναίκα στο ρόλο της δεσδεμόνας"
- συνώνυμο:
- κατασκευάζω
4. Throw forcefully
- synonym:
- hurl ,
- hurtle ,
- cast
4. Ρίξτε δυναμικά
- συνώνυμο:
- βιάζω ,
- βομβαρδίζω ,
- κατασκευάζω
5. Assign the roles of (a movie or a play) to actors
- "Who cast this beautiful movie?"
- synonym:
- cast
5. Αναθέστε τους ρόλους της ταινίας (α ή ενός παιχνιδιού) στους ηθοποιούς
- "Ποιος έκανε αυτή την ωραία ταινία?"
- συνώνυμο:
- κατασκευάζω
6. Move about aimlessly or without any destination, often in search of food or employment
- "The gypsies roamed the woods"
- "Roving vagabonds"
- "The wandering jew"
- "The cattle roam across the prairie"
- "The laborers drift from one town to the next"
- "They rolled from town to town"
- synonym:
- roll ,
- wander ,
- swan ,
- stray ,
- tramp ,
- roam ,
- cast ,
- ramble ,
- rove ,
- range ,
- drift ,
- vagabond
6. Μετακινηθείτε άσκοπα ή χωρίς κανένα προορισμό, συχνά σε αναζήτηση τροφής ή απασχόλησης
- "Οι τσιγγάνοι περιπλανιόντουσαν στο δάσος"
- "Λαξευτοί αλήτες"
- "Ο περιπλανώμενος εβραίος"
- "Τα βοοειδή περιφέρονται στο λιβάδι"
- "Οι εργάτες παρασύρονται από τη μια πόλη στην άλλη"
- "Έτρεξαν από πόλη σε πόλη"
- συνώνυμο:
- ρολό ,
- περιπλανώμαι ,
- κύκνος ,
- αδέσποτοσ ,
- τραμπ ,
- κατασκευάζω ,
- εύρος ,
- παρασυρόμενοσ ,
- αλήτησ
7. Form by pouring (e.g., wax or hot metal) into a cast or mold
- "Cast a bronze sculpture"
- synonym:
- cast ,
- mold ,
- mould
7. Μορφή με την έκχυση (ε.π.χ., κερί ή καυτό μέταλλ) σε ένα καστ ή μούχλα
- "Κάσε ένα χάλκινο γλυπτό"
- συνώνυμο:
- κατασκευάζω ,
- καλούπι ,
- φόρμα
8. Get rid of
- "He shed his image as a pushy boss"
- "Shed your clothes"
- synonym:
- shed ,
- cast ,
- cast off ,
- shake off ,
- throw ,
- throw off ,
- throw away ,
- drop
8. Ξεφορτώνομαι
- "Έχυσε την εικόνα του ως ένα πιεστικό αφεντικό"
- "Χυθείτε τα ρούχα σας"
- συνώνυμο:
- αποβάλλω ,
- κατασκευάζω ,
- απορρίπτω ,
- αποτυγχάνω ,
- ρίχνω ,
- πετάω ,
- πτώση
9. Choose at random
- "Draw a card"
- "Cast lots"
- synonym:
- draw ,
- cast
9. Επιλέξτε τυχαία
- "Τραβήξτε μια κάρτα"
- "Χυτεύοντας παρτίδες"
- συνώνυμο:
- παίρνω ,
- κατασκευάζω
10. Formulate in a particular style or language
- "I wouldn't put it that way"
- "She cast her request in very polite language"
- synonym:
- frame ,
- redact ,
- cast ,
- put ,
- couch
10. Διατυπώστε σε ένα συγκεκριμένο στυλ ή γλώσσα
- "Δεν θα το έβαζα έτσι"
- "Έβαλε το αίτημά της σε πολύ ευγενική γλώσσα"
- συνώνυμο:
- πλαίσιο ,
- επαναλαμβάνω ,
- κατασκευάζω ,
- βάζω ,
- καναπές
11. Eject the contents of the stomach through the mouth
- "After drinking too much, the students vomited"
- "He purged continuously"
- "The patient regurgitated the food we gave him last night"
- synonym:
- vomit ,
- vomit up ,
- purge ,
- cast ,
- sick ,
- cat ,
- be sick ,
- disgorge ,
- regorge ,
- retch ,
- puke ,
- barf ,
- spew ,
- spue ,
- chuck ,
- upchuck ,
- honk ,
- regurgitate ,
- throw up
11. Εκτινάξτε το περιεχόμενο του στομάχου μέσω του στόματος
- "Αφού έπιναν πάρα πολύ, οι μαθητές έκαναν εμετό"
- "Καθαρίζει συνεχώς"
- "Ο ασθενής αναβίωσε το φαγητό που του δώσαμε χθες το βράδυ"
- συνώνυμο:
- εμετός ,
- κάνω εμετό ,
- εκκαθάριση ,
- κατασκευάζω ,
- άρρωστος ,
- γάτα ,
- αρρωσταίνω ,
- ντροπή ,
- αναβάτησ ,
- ανακατεύω ,
- πούκε ,
- μπαρ ,
- ανατροπή ,
- σπουδή ,
- τσοκ ,
- ανατριχιάζω ,
- τουφέκι ,
- αναμασώ ,
- πετάω