Translation meaning & definition of the word "casserole" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κατσαρόλα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Casserole
[Κασερόλα]/kæsəroʊl/
noun
1. Food cooked and served in a casserole
- synonym:
- casserole
1. Φαγητό μαγειρεμένο και σερβιρισμένο σε κατσαρόλα
- συνώνυμο:
- κατσαρόλα
2. Large deep dish in which food can be cooked and served
- synonym:
- casserole
2. Μεγάλο βαθύ πιάτο στο οποίο το φαγητό μπορεί να μαγειρευτεί και να σερβιριστεί
- συνώνυμο:
- κατσαρόλα