Translation meaning & definition of the word "casket" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καλάθι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Casket
[Κασετίνα]/kæskət/
noun
1. Box in which a corpse is buried or cremated
- synonym:
- coffin ,
- casket
1. Κουτί στο οποίο ένα πτώμα είναι θαμμένο ή αποτεφρωμένο
- συνώνυμο:
- φέρετρο ,
- κασετίνα
2. Small and often ornate box for holding jewels or other valuables
- synonym:
- casket ,
- jewel casket
2. Μικρό και συχνά περίτεχνο κουτί για την κατοχή κοσμημάτων ή άλλων τιμαλφών
- συνώνυμο:
- κασετίνα ,
- κασετίνα κοσμημάτων
verb
1. Enclose in a casket
- synonym:
- casket
1. Περικλείεται σε ένα φέρετρο
- συνώνυμο:
- κασετίνα