Translation meaning & definition of the word "cash" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μετρητά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cash
[Μετρητά]/kæʃ/
noun
1. Money in the form of bills or coins
- "There is a desperate shortage of hard cash"
- synonym:
- cash ,
- hard cash ,
- hard currency
1. Χρήματα με τη μορφή λογαριασμών ή νομισμάτων
- "Υπάρχει απελπιστική έλλειψη σκληρών μετρητών"
- συνώνυμο:
- μετρητά ,
- σκληρά μετρητά ,
- σκληρό νόμισμα
2. Prompt payment for goods or services in currency or by check
- synonym:
- cash ,
- immediate payment
2. Άμεση πληρωμή για αγαθά ή υπηρεσίες σε νόμισμα ή από έλεγχο
- συνώνυμο:
- μετρητά ,
- άμεση πληρωμή
3. United states country music singer and songwriter (1932-2003)
- synonym:
- Cash ,
- Johnny Cash ,
- John Cash
3. Ηνωμένες πολιτείες τραγουδίστρια και τραγουδοποιός χώρας (1932-2003)
- συνώνυμο:
- Μετρητά ,
- Τζόνι Μετρητά ,
- Τζον Μας
verb
1. Exchange for cash
- "I cashed the check as soon as it arrived in the mail"
- synonym:
- cash ,
- cash in
1. Ανταλλαγή μετρητών
- "Εξαργύρωσα την επιταγή μόλις έφτασε στο ταχυδρομείο"
- συνώνυμο:
- μετρητά ,
- μετρητά σε
Examples of using
I'm running short of cash.
Τρέχω με μηδενικά μετρητά.
Tom was caught stealing money from the cash register.
Ο Τομ πιάστηκε να κλέβει χρήματα από το ταμείο.
Is this the latest model cash register?
Είναι αυτό το τελευταίο μοντέλο ταμειακών μηχανημάτων?