Translation meaning & definition of the word "case" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περίπτωση" στην ελληνική γλώσσα
Case
[Περίπτωση]noun
1. An occurrence of something
- "It was a case of bad judgment"
- "Another instance occurred yesterday"
- "But there is always the famous example of the smiths"
- synonym:
- case ,
- instance ,
- example
1. Μια εμφάνιση κάποιου πράγματος
- "Ήταν μια περίπτωση κακής κρίσης"
- "Μια άλλη περίπτωση συνέβη χθες"
- "Αλλά υπάρχει πάντα το διάσημο παράδειγμα των σμιθ"
- συνώνυμο:
- περίπτωση ,
- παράδειγμα
2. A special set of circumstances
- "In that event, the first possibility is excluded"
- "It may rain in which case the picnic will be canceled"
- synonym:
- event ,
- case
2. Ένα ειδικό σύνολο περιστάσεων
- "Σε αυτή την περίπτωση αποκλείεται η πρώτη δυνατότητα"
- "Μπορεί να βρέξει σε αυτή την περίπτωση το πικνίκ θα ακυρωθεί"
- συνώνυμο:
- εκδήλωση ,
- περίπτωση
3. A comprehensive term for any proceeding in a court of law whereby an individual seeks a legal remedy
- "The family brought suit against the landlord"
- synonym:
- lawsuit ,
- suit ,
- case ,
- cause ,
- causa
3. Περιεκτική θητεία για οποιαδήποτε διαδικασία σε δικαστήριο με την οποία ένα άτομο επιδιώκει νομική προσφυγή
- "Η οικογένεια έφερε το παράδειγμά της εναντίον του ιδιοκτήτη"
- συνώνυμο:
- αγωγή ,
- κοστούμι ,
- περίπτωση ,
- αιτία
4. The actual state of things
- "That was not the case"
- synonym:
- case
4. Η πραγματική κατάσταση των πραγμάτων
- "Δεν συνέβη αυτό"
- συνώνυμο:
- περίπτωση
5. A portable container for carrying several objects
- "The musicians left their instrument cases backstage"
- synonym:
- case
5. Ένα φορητό δοχείο για τη μεταφορά πολλών αντικειμένων
- "Οι μουσικοί άφησαν τις υποθέσεις οργάνων τους στα παρασκήνια"
- συνώνυμο:
- περίπτωση
6. A person requiring professional services
- "A typical case was the suburban housewife described by a marriage counselor"
- synonym:
- case
6. Ένα άτομο που απαιτεί επαγγελματικές υπηρεσίες
- "Μια τυπική περίπτωση ήταν η προαστιακή νοικοκυρά που περιγράφεται από έναν σύμβουλο γάμου"
- συνώνυμο:
- περίπτωση
7. A person who is subjected to experimental or other observational procedures
- Someone who is an object of investigation
- "The subjects for this investigation were selected randomly"
- "The cases that we studied were drawn from two different communities"
- synonym:
- subject ,
- case ,
- guinea pig
7. Ένα άτομο που υποβάλλεται σε πειραματικές ή άλλες διαδικασίες παρατήρησης
- Κάποιος που είναι αντικείμενο έρευνας
- "Τα θέματα αυτής της έρευνας επιλέχθηκαν τυχαία"
- "Οι περιπτώσεις που μελετήσαμε ελήφθησαν από δύο διαφορετικές κοινότητες"
- συνώνυμο:
- θέμα ,
- περίπτωση ,
- γουινέα
8. A problem requiring investigation
- "Perry mason solved the case of the missing heir"
- synonym:
- case
8. Πρόβλημα που απαιτεί έρευνα
- "Ο πρίυ μέισον έλυσε την υπόθεση του αγνοούμενου κληρονόμου"
- συνώνυμο:
- περίπτωση
9. A statement of facts and reasons used to support an argument
- "He stated his case clearly"
- synonym:
- case
9. Μια δήλωση γεγονότων και λόγων που χρησιμοποιούνται για την υποστήριξη ενός επιχειρήματος
- "Είπε την περίπτωσή του με σαφήνεια"
- συνώνυμο:
- περίπτωση
10. The quantity contained in a case
- synonym:
- case ,
- caseful
10. Η ποσότητα που περιέχεται σε μια περίπτωση
- συνώνυμο:
- περίπτωση ,
- περίπλοκοσ
11. Nouns or pronouns or adjectives (often marked by inflection) related in some way to other words in a sentence
- synonym:
- case ,
- grammatical case
11. Ουσιαστικά ή αντωνυμίες ή επίθετα που συχνά χαρακτηρίζονται από καμπύλη( που σχετίζεται με κάποιο τρόπο με άλλες λέξεις σε μια πρόνα
- συνώνυμο:
- περίπτωση ,
- γραμματική περίπτωση
12. A specific state of mind that is temporary
- "A case of the jitters"
- synonym:
- case
12. Μια συγκεκριμένη κατάσταση του νου που είναι προσωρινή
- "Μια περίπτωση των ενεδρείων"
- συνώνυμο:
- περίπτωση
13. A person of a specified kind (usually with many eccentricities)
- "A real character"
- "A strange character"
- "A friendly eccentric"
- "The capable type"
- "A mental case"
- synonym:
- character ,
- eccentric ,
- type ,
- case
13. Ένα άτομο συγκεκριμένου είδους (συνήθως με πολλές εκκεντρικότητες)
- "Πραγματικός χαρακτήρας"
- "Παράξενος χαρακτήρας"
- "Φιλικό εκκεντρικό"
- "Ο ικανός τύπος"
- "Ψυχική περίπτωση"
- συνώνυμο:
- χαρακτήρας ,
- εκκεντρικόσ ,
- τύπος ,
- περίπτωση
14. A specific size and style of type within a type family
- synonym:
- font ,
- fount ,
- typeface ,
- face ,
- case
14. Ένα συγκεκριμένο μέγεθος και στυλ τύπου μέσα σε μια οικογένεια τύπων
- συνώνυμο:
- γραμματοσειρά ,
- βρύση ,
- πρόσωπο ,
- περίπτωση
15. An enveloping structure or covering enclosing an animal or plant organ or part
- synonym:
- sheath ,
- case
15. Μια δομή περιβάλλοντος ή που καλύπτει ένα ζωικό ή φυτικό όργανο ή μέρος
- συνώνυμο:
- θήκη ,
- περίπτωση
16. The housing or outer covering of something
- "The clock has a walnut case"
- synonym:
- shell ,
- case ,
- casing
16. Η στέγαση ή η εξωτερική κάλυψη από κάτι
- "Το ρολόι έχει μια θήκη καρυδιού"
- συνώνυμο:
- κέλυφος ,
- περίπτωση ,
- περίβλημα
17. The enclosing frame around a door or window opening
- "The casings had rotted away and had to be replaced"
- synonym:
- casing ,
- case
17. Το πλαίσιο περιβλήματος γύρω από μια πόρτα ή ένα άνοιγμα παραθύρων
- "Τα περιβλήματα είχαν σαπίσει και έπρεπε να αντικατασταθούν"
- συνώνυμο:
- περίβλημα ,
- περίπτωση
18. (printing) the receptacle in which a compositor has his type, which is divided into compartments for the different letters, spaces, or numbers
- "For english, a compositor will ordinarily have two such cases, the upper case containing the capitals and the lower case containing the small letters"
- synonym:
- case ,
- compositor's case ,
- typesetter's case
18. (εκτύπωση) το δοχείο στο οποίο ένας συνθέτης έχει τον τύπο του, ο οποίος χωρίζεται σε διαμερίσματα για τα διάφορα γράμματα, χώρους ή αριθμούς
- "Για τα αγγλικά, ένας συνθέτης θα έχει συνήθως δύο τέτοιες περιπτώσεις, η ανώτερη θήκη που περιέχει τα κεφάλαια και η κάτω θήκη"
- συνώνυμο:
- περίπτωση ,
- η υπόθεση του συνθέτη ,
- η περίπτωση του στοιχειοθέτη
19. Bed linen consisting of a cover for a pillow
- "The burglar carried his loot in a pillowcase"
- synonym:
- case ,
- pillowcase ,
- slip ,
- pillow slip
19. Κλινοσκεπάσματα που αποτελούνται από κάλυμμα για μαξιλάρι
- "Ο διαρρήκτης μετέφερε τα λάφυρα του σε μια μαξιλαροθήκη"
- συνώνυμο:
- περίπτωση ,
- μαξιλαροθήκη ,
- λασπώνω ,
- μαξιλάρι
20. A glass container used to store and display items in a shop or museum or home
- synonym:
- case ,
- display case ,
- showcase ,
- vitrine
20. Ένα γυάλινο δοχείο που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση και την προβολή αντικειμένων σε ένα κατάστημα ή μουσείο ή σπίτι
- συνώνυμο:
- περίπτωση ,
- περίπτωση επίδειξης ,
- προθήκη ,
- βιτρίνη
verb
1. Look over, usually with the intention to rob
- "They men cased the housed"
- synonym:
- case
1. Κοιτάξτε πάνω, συνήθως με την πρόθεση να ληστέψει
- "Οι άνδρες αυτοί περιφρόνησαν τους στεγασμένους"
- συνώνυμο:
- περίπτωση
2. Enclose in, or as if in, a case
- "My feet were encased in mud"
- synonym:
- encase ,
- incase ,
- case
2. Περικλείεται σε, ή σαν σε, μια περίπτωση
- "Τα πόδια μου είχαν περικυκλωθεί στη λάσπη"
- συνώνυμο:
- περιβάλλω ,
- περιφράσσω ,
- περίπτωση